ηλιοτροπισμός

ηλιοτροπισμός
ο
ιδιότητα που έχουν τα φυτά να στρέφουν τα κλωνάρια τους προς τον ήλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλιοτροπισμός — ο και ηλιοτροπία, η η ιδιότητα τών φυτών, υπό την επίδραση τού ηλιακού φωτός, να στρέφονται προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotropism < helio (πρβλ. ηλιο *) + tropism (πρβλ. τροπισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοτροπία — η [ηλιοτρόπιον] ο ηλιοτροπισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”